τετράγωνο

τετράγωνο
Στη γεωμετρία είναι ένα τετράπλευρο με ίσες πλευρές και ίσες γωνίες, δηλαδή ορθές. Το τ. έχει διαγωνίους ίσες και κάθετες· αντίστροφα, ένα παραλληλόγραμμο είναι τ., όταν έχει ίσες και κάθετες διαγωνίους. Στην αριθμητική, το τ. ενός αριθμού είναι δεύτερη δύναμή του: αυτό φυσικά είναι εύλογο, δεδομένου, ότι το εμβαδόν της επιφάνειας ενός τ. με πλευρά α είναι α2. Τετραγωνική ρίζα ενός αριθμού είναι ο αριθμός του οποίου η δευτέρα δύναμη ισούται με τον δοθέντα αριθμό· είναι επομένως ο αριθμός που εκφράζει το μήκος της πλευράς τετραγώνου όταν μας είναι γνωστό το εμβαδόν του. τετραγωνισμός κύκλου. Το πρόβλημα της εύρεσης ενός τετραγώνου με εμβαδόν ίσο προς το εμβαδόν δοσμένου κύκλου. Η κατασκευή ενός τέτοιου τετραγώνου με κανόνα και διαβήτη, ύστερα από ανεπιτυχείς προσπάθειες που συνεχίστηκαν για χιλιάδες χρόνια, αποδείχτηκε τον 19o αι. ότι είναι αδύνατη. Γύρω στο τέλος του 18ου αι. ο Γερμανός μαθηματικός Λάμπερτ και ο Γάλλος μαθηματικός Λεζάντρ απέδειξαν ότι ο αριθμός Π είναι άρρητος και το 1882 ο Γερμανός μαθηματικός Λίντεμαν ότι ο Π (και ο √5) είναι υπερβατικός, δηλαδή δεν αποτελεί λύση καμιάς αλγεβρικής εξίσωσης με ακέραιους συντελεστές. Επειδή όμως η πλευρά α ενός τετραγώνου, που έχει το ίδιο εμβαδόν με ένα κύκλο ακτίνας R είναι α = R√π και ο αριθμός √π είναι υπερβατικός, η κατασκευή του α είναι αδύνατη, αφού ο γεωμετρικός πολλαπλασιασμός ενός ευθύγραμμου τμήματος (R) επί ένα αριθμό (√5) είναι πραγματοποιήσιμος με κανόνα και διαβήτη, μόνο αν ο αριθμός αυτός αποτελεί λύση μιας αλγεβρικής εξίσωσης με ακέραιους συντελεστές. Ο τετραγωνισμός του κ. μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη βοήθεια υπερβατικών καμπυλών. Ο πρώτος, που κατόρθωσε να τετραγωνίσει τον κύκλο με τη βοήθεια μιας ειδικής καμπύλης (τετραγωνίζουσας) ήταν ο Δεινόστρατος, που έζησε τον 4o αι. π.Χ.
* * *
το / τετράγωνον, ΝΜΑ
τετράπλευρο που έχει τις πλευρές του ίσες μεταξύ τους και τις γωνίες του ορθές
νεοελλ.
1. στρ. αμυντικός σχηματισμός τού παλαιού πεζικού κατά τον οποίο καθένας από τους τέσσερεις λόχους τού τάγματος σχημάτιζε πλευρά τετραγώνου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ολόπλευρη επίθεση τού ιππικού
2. (στην τυπογραφία) α) τετραγωνικό τυπογραφικό στοιχείο χωρίς χαρακτήρα που χρησιμοποιείται κατά τη στοιχειοθεσία για το γέμισμα κενών στην αρχή ή στο τέλος τού τυπογραφικού στίχου
β) συμβατική μονάδα μέτρησης τυπογραφικών διαστάσεων υποδιαιρούμενη σε 12 στιγμές και ισοδύναμη με 4,512 εκατοστόμετρα
3. φρ. α) «οικοδομικό τετράγωνο» ή, απλώς, «τετράγωνο» — τμήμα συνοικίας που ορίζεται από τέσσερεις οδούς
β) «τετράγωνο αριθμού»
μαθημ. το γινόμενο ενός αριθμού όταν πολλαπλασιαστεί επί τον εαυτό του, αλλ. η δεύτερη δύναμη αριθμού
γ) «μέθοδος τών μέσων τετραγώνων»
μαθημ. μέθοδος επίλυσης αλγεβρικού συστήματος όταν οι άγνωστοι είναι περισσότεροι από τις εξισώσεις τού συστήματος
δ) «λογικό τετράγωνο»
(λογ.) σχήμα που επινόησε ο Ρωμαίος φιλόσοφος Βοήθιος για την παρουσίαση και απομνημόνευση τών σχέσεων μεταξύ τών προτάσεων Α, Ε, Ι, Ο, δηλαδή μεταξύ τών καθολικών καταφατικών, μερικών καταφατικών, καθολικών αποφατικών και μερικών αποφατικών, αντίστοιχα, σχήμα που είναι ένα τετράγωνο με κορυφές τις Α, Ε, Ι, Ο το οποίο τίς κατατάσσει σε ενάντιες, υπενάντιες, υπάλληλες και αντιφατικές, αλλ. τετράγωνο τών αντιθέσεων
ε) «μαγικό τετράγωνο» — τετράγωνο που είναι χωρισμένο σε μικρότερα ίσα τετράγωνα με οριζόντιες και κατακόρυφες γραμμές στα οποία είναι τοποθετημένοι αριθμοί κατά τέτοιο τρόπο ώστε το άθροισμά τους οριζόντια, κάθετα ή διαγώνια να είναι το ίδιο
μσν.
τετράστοο στο αίθριο τών ναών («τούτῳ τῷ ἔτει ἐκτίσθη τετράγωνον τοῡ Ἁγίου Ιωάννου ἐν Ἀλεξάνδρείᾳ», Θεοφάν.)
αρχ.
1. (γενικά) κάθε τετράπλευρο
2. σώμα στρατού παρατεταγμένο σε σχήμα τετραγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. τετράγωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετράγωνο — το 1.παραλληλόγραμμο που έχει τις πλευρές του ίσες και τις γωνίες του ορθές. 2. τμήμα συνοικίας που ορίζεται από τέσσερις οδούς: Μένει στο παρακάτω τετράγωνο. 3. φρ., «τετράγωνο αριθμού», το γινόμενο του αριθμού αυτού επί τον εαυτό του. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • εμβαδόν — Η επιφάνεια ενός χώρου, καθώς και ο αριθμός που εκφράζει την έκταση αυτής της επιφάνειας. Η έννοια του ε. προέρχεται από την υπόθεση που υπαγορεύει ότι δύο τμήματα δύο επιφανειών, που διαφέρουν στο σχήμα, μπορεί να έχουν την ίδια έκταση. Έτσι,… …   Dictionary of Greek

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμαπάτη — Φαινόμενο κατά το οποίο η οπτική αίσθηση δημιουργεί, υπό ορισμένες συνθήκες, μια εσφαλμένη αντίληψη για τις διαστάσεις, το σχήμα ή τα χρώματα εικόνων και αντικειμένων. Η πιο συνηθισμένη ο. είναι η προοπτική, κατά την οποία από μία δισδιάστατη… …   Dictionary of Greek

  • τετράγωνος — η, ο / τετράγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, δηλ. αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες ορθές και τέσσερεις πλευρές ίσες (α. «τετράγωνα ιστία» β. «δοκοὺς τετραγώνους», Θουκ.) 2. μτφ. τέλειος όπως το τετράγωνο, σταθερός, θετικός,… …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνίζω — ΝΜΑ [τετράγωνος] κάνω κάτι τετράγωνο, μεταβάλλω το σχήμα ενός αντικειμένου σε τετράγωνο νεοελλ. 1. μαθημ. υψώνω μια αλγεβρική παράσταση στη δευτέρα δύναμη, δηλ. στο τετράγωνο 2. μεταβάλλω λίθο ή ξύλο σε ορθογώνιο, ορθογωνίζω 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”